ΡΙΦΙΦΙ (Rififi, 1955)

Ο Τόνι αποφυλακίζεται μετά από πέντε χρόνια φυλακής και συναντά τους συνεργάτες τους, οι οποίοι του προτείνουν μία ληστεία διαμαντιών από την βιτρίνα ενός καταστήματος. Αν και αρνείται αρχικά (αφού θεωρεί ότι είναι μεγάλος πλέον για τέτοια κόλπα), στην συνέχεια δέχεται, προτείνοντας μάλιστα κάτι ακόμα μεγαλύτερο: την κλοπή των πολύτιμων κοσμημάτων, που βρίσκονται στο χρηματοκιβώτιο. Με την προσθήκη ενός ιταλού γυναικά και ειδικού στα χρηματοκιβώτια, η συμμορία είναι έτοιμη για το μεγάλο κόλπο.

Δεν είναι μόνο ο τίτλος της (που από τότε χρησιμοποιείται για την αναφορά σε οποιαδήποτε ληστεία γίνεται με το άνοιγμα χώρου από το ταβάνι ή τον τοίχο του διπλανού κτιρίου) που κατατάσσει αυτήν την ταινία του Ζιλ Ντασσέν στην σφαίρα του θρυλικού. Ούτε μόνο η τριαντάλεπτη περίπου διάρκεια της ληστείας, που διαδραματίζεται μέσα σε απόλυτη σιωπή (πρωτοφανής διάρκεια στην μέχρι τότε κινηματογραφική ιστορία). Ή τουλάχιστον, δεν θά 'πρεπε να είναι μόνο αυτοί οι λόγοι, για την αξία αυτού του "κατάμαυρου" φιλμικού νουάρ.

Ο Ντασσέν (που επέστρεψε στην Ευρώπη από την Αμερική, για ν'αποφύγει τις δαγκάνες του Μακαρθισμού), αναμιγνύει μαγικά, στοιχεία του ευρωπαικού με το αμερικάνικο νουάρ και η περιγραφή του γαλλικού υπόκοσμου είναι αδρή και θαυμαστή. Ο κεντρικός του χαρακτήρας (Τόνι) έχει σαφώς "καταγωγή ευρωπαική". Αναλαμβάνει δράση ορμώμενος από μία ανάγκη δικαίωσης (στην πρώτη σκηνή οι υπόλοιποι χαρτοπαίχτες τον περιθωριοποιούν υποτιμιτικά), για την χαρά της δράσης, την απόλαυση του κόλπου και της παρέας και όχι για τα χρήματα αυτά καθ'αυτά (όταν γίνεται η μοιρασιά δεν ξέρει πως θα τα ξοδέψει, όπως τα υπόλοιπα μέλη, αποπαίδια του "αμερικάνικου ονείρου"). Η εμμονή του στους κανόνες και η προσήλωσή του στην φιλία, ενδυναμώνουν αυτόν τον ισχυρισμό.

Ο πεσιμισμός της αναπότρεπτης μοίρας (φαταλιστική οπτική), η εμφάνιση του απροσδόκητου, η απαισιοδοξία που κυκλώνει σαν αίσθηση από παντού το φιλμ (στοιχεία που δεν έλειψαν από το αμερικάνικο νουάρ, αλλά αποθεώθηκαν από τους ευρωπαίους υπηρέτες του είδους με κορυφαίο βεβαίως τον Μελβίλ), εμφανίζονται εδώ με αξιοθαύμαστο τρόπο. Στηριγμένα σε μια υποδειγματική επιλογή χώρων (που έχουν μέγιστη σημασία για ένα νουάρ), στην εξαιρετική φωτογράφησή τους, καθώς και στο κατάλληλο κλίμα ( βροχή, συννεφιά, ομίχλη, φύλλα που πέφτουν, υγροί δρόμοι, λάσπη). Η σκηνοθεσία του Ντασσέν υπάρχουν στιγμές, που αναδύεται εντυπωσιακά (με αποκορύφωμα την ληστεία) και η πλοκή παραμένει αγωνιώδης και ανατρεπτική μέχρι το τέλος.

1 σχόλιο:

Chris Karpis είπε...

Εκπληκτική ταινία !
Η γαλλική σχολή του film noir έχει δώσει, αν όχι ανώτερα, σίγουρα ισάξια δείγματα με την αμερικάνικη.
Melville, Malle, Dassin (εντάσσεται και στις 2) έχουν γυρίσει διαμάντια του είδους, με ένα απο τα πιο λαμπερά να είναι και το Rififi.